βραχύς

βραχύς
βραχύς
Grammatical information: adj.
Meaning: `short' (Hdt., Pi.)
Other forms: Comp. βραχύτερος, -τατος, βράχιστος. ἅπ. λεγ. βράσσων τε νόος (Κ 226), (after θάσσων?), s. Seiler, Steigerungsformen 43. Aeol. βροχύς
Derivatives: βραχύτης, -τητος (Pl.); τὸ βράχος only Procop.). Denom. βραχύνω `shorten' (Hp.). On βράχεα n. pl. `shallows' s. βράγος.
Origin: IE [Indo-European] [750] *mr̥ǵhú- `short'
Etymology: Agrees with Skt. múhuḥ, múhu adv. `suddenly', muhūrtá- n. `short time, moment', MInd. form for *mr̥hú-, Av. mǝrǝzu- `short' in mǝrǝzu-ǰīti-, mǝrǝzu-ǰ(ī)va- `short life' resp. `shortlived' (cf. ὁ βίος βραχύς Hp.), Sogd. murzak `id.'; OHG murg(i) `kurz', OE myrge `kurzweilig', Goth. *maúrgus in ga-maúrgjan `shorten'; also Lat. brevis \< *mreǵhu̯-i-.
Page in Frisk: 1,264

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραχύς — short masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραχίω — βραχύς short neut acc comp pl (ionic) βραχύς short neut nom comp pl (ionic) βραχύς short masc/fem acc comp sg (ionic) βραχί̱ω , βραχύς short neut acc comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short neut nom comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχέα — βραχύς short neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραχέᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραχύς short fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτάτων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτάτως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέρων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέρως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”